Αλαξικολία

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 12:42, 5 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αλαξικολία (η) |etymologia= |simasiologia= η (παρά φύσιν) αμοιβαία σεξουαλική πράξη από πρ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αλαξικολία (η)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

η (παρά φύσιν) αμοιβαία σεξουαλική πράξη από πρωκτό σε πρωκτό.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

αλλαξοκωλιά

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου