Αμπάλατος

Αναθεώρηση ως προς 15:28, 8 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμπάλατος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο μαλθακός στο σώμα, ανισόρροπος, δύστροπος, ανυπ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Αμπάλατος (ο)

Ετυμολογία

από το αρχ. «απαλωτός»

Σημασιολογία

ο μαλθακός στο σώμα, ανισόρροπος, δύστροπος, ανυπάκουος.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου