Αμπλέπω

From Digital Cyprus
Revision as of 21:31, 8 March 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμπλέπω |etymologia= |simasiologia= βλέπω |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== από το αρχ. «εμβλέπ...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Αμπλέπω




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από το αρχ. «εμβλέπω»

Σημασιολογία

βλέπω

Παραδείγματα

«Μπλέπει περίτου ο στραός που έναν μεθυσμένον», φρ. = Βλέπει καλύτερα ο τυφλός παρά ο μεθυσμένος, δηλ. ο τυφλός έχει ακόμα το μυαλό του και μπορεί να σκεφτεί σωστά, ενώ ο μεθυσμένος δεν έχει ούτε όραση ούτε σκέψη (Παύλος Λιασίδης).

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

μπλέπω

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις