Αναουλιατός

From Digital Cyprus
Revision as of 19:26, 15 March 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αναουλιατός (ο) |etymologia= |simasiologia= τάση προς εμετόν, ναυτία. |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμο...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Αναουλιατός (ο)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

τάση προς εμετόν, ναυτία.

Παραδείγματα

«Εις μίαν κούππαν γεμάτην νερόν κρύον, βάλε ολίγον μαραθόσπορον και πίετο και παύει η αναγούλιασις», φρ. (Μητροφάνους Ιατροσοφικόν).

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

αναούλα (η)

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις