Βαρκάρισμαν

From Digital Cyprus
Revision as of 19:34, 26 March 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βαρκάρισμαν (το) |etymologia= |simasiologia= γεροντική καχεξία, καθώς και το ψυχομαχητό. |...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Βαρκάρισμαν (το)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

γεροντική καχεξία (δες «βαρκαρίζω»), καθώς και το ψυχομαχητό.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

βαρκαρίζω

Συνώνυμα

βαρκαρισούρα, (η)

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις