Βασταερός

From Digital Cyprus
Revision as of 18:46, 29 March 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βασταερός, (o) |etymologia= |simasiologia= ο ανθεκτικός, ο δυνατός και υγιής |proelefsi= }} __TOC__ =...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Βασταερός, (o)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Από το «βαστώ» = κρατώ.

Σημασιολογία

ο ανθεκτικός, ο δυνατός και υγιής

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις