Γεροντόπαχο

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 20:12, 24 Απριλίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γεροντόπαχο (το) |etymologia= |simasiologia= το λίπος του μεσήλικα, όταν οι μύες χάνουν τον...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Γεροντόπαχο (το)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

το λίπος του μεσήλικα, όταν οι μύες χάνουν τον όγκο τους και παρουσιάζεται λίπος.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου