Γλειοστομιάζω

From Digital Cyprus
Revision as of 20:52, 24 April 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γλειοστομιάζω |etymologia= |simasiologia= κλείω το στόμα από εξάντληση, αδυναμία. |proelefs...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Γλειοστομιάζω




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

κλείω το στόμα από εξάντληση, αδυναμία.

Παραδείγματα

«Εγλειοστόμιασεν που την πείναν, εννά πεθάνει»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις