Λαντζ̌εύκει

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 04:56, 3 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Λαντζ̌εύκει (με) |etymologia= |simasiologia= πονεί με |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σημασι...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Λαντζ̌εύκει (με)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

πονεί με

Παραδείγματα

Εδ δκιόν τ' αγγάθθιν που άμα μπει σαπίζει… λαντζ̌εύκει σε τζ̌' απέ Κακοφορμίζει» (Δρ. Κώστας Μαρκίδης, Οι Καμοί του Χωρκάτη, Λευκωσία, 1960)

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).