Λάομα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λάομα (το) |
---|
Ετυμολογία
από το αρχ. «ηλεός» ή και από το αρχ. «αλάομαι»= περιφέρομαι, ευρίσκομαι σε απορία.
Σημασιολογία
τρέλλα, επιληψία, σεληνιασμός
Παραδείγματα
- «Βουρώ σαν τον λαωμένον της Φραγκούς», φρ. = πηγαινοέρχομαι βιαστικός για επείγουσες υποθέσεις
- «Να λαώννεσαι τζ̌αι να σε τσιλλούν τζ̌αι τσιλλιμόν να μεν έσ̌εις» =να σε κρατούν κάτω όταν εχεις επιληψία (Κυπριακή Κατάρα)
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
«λαωμένος» = ο επιληπτικός, ερεθισμένος
Συνώνυμα
Λάωμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).