Μερσίνιασμαν

From Digital Cyprus
Revision as of 08:23, 4 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Μερσίνιασμαν (το) |etymologia= |simasiologia= μερσίνι κοπανισμένο σε λάδι ή μόνο σε πούδρ...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Μερσίνιασμαν (το)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

μερσίνι κοπανισμένο σε λάδι ή μόνο σε πούδρα, για σύγκαμα του μωρού και για αποσμητικό/αντισηπτικό

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις