Ποτάξαρος

From Digital Cyprus
Revision as of 09:51, 10 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ποτάξαρος (ο) |etymologia= |simasiologia= έχει το σώμα του τεντωμένο σαν τόξο, δηλ. πεσμένο...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Ποτάξαρος (ο)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

έχει το σώμα του τεντωμένο σαν τόξο, δηλ. πεσμένος αναίσθητος, ή και αυτός που έχει τέτανο, ακίνητος (πεθαμμένος)

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις