Πώππεμαν

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 11:23, 10 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Πώππεμαν (το) |etymologia= |simasiologia= όταν ο αρσενικός αδυνατεί να φέρει εις πέρας τη σ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Πώππεμαν (το)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

όταν ο αρσενικός αδυνατεί να φέρει εις πέρας τη σεξουαλική πράξη, λόγω κούρασης ή αδυναμίας

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).