Χασκάσι

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 12:21, 15 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Χασκάσι (το) |etymologia=από το χασκιάζω/χάσκω (το όπιο κάνει τον άλλο να μείνει με αν...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Χασκάσι (το)

Ετυμολογία

από το χασκιάζω/χάσκω (το όπιο κάνει τον άλλο να μείνει με ανοικτό στόμα σαν αποκοιμισμένος)

Σημασιολογία

παπαρούνα, όπιο

Παραδείγματα

Το δίναν στα βρέφη για να κοιμούνται και να αφήνουν τις μητέρες τους να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).