Γαρισούρα

From Digital Cyprus
Revision as of 09:56, 16 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs)
Jump to navigation Jump to search
Γαρισούρα (η)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

ασθένεια των ματιών με γαρύλλες (= τσίμπλες, Γαρύλλα).

Παραδείγματα

Μια θεραπεία ήταν με αγίασμα. Σε εκκλησάκι στο Μένοικο «...έχει λάκκον όπου πολομά μεγάλες ίασες εις γαρισούραν και εις τας πύρεξες» (Χρονικό Λεοντίου Μαχαιρά).

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις