Αγρινό

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα περιέχει αλλαγές που δεν έχουν σημανθεί για μετάφραση.
Αγρινό
Agrino.jpg
Ζώο
Σπονδυλωτό


To αγρινό είναι το μεγαλύτερο χερσαίο θηλαστικό και ενδημικό είδος της Κύπρου, και δικαίως χαρακτηρίζεται ως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της πανίδας του νησιού. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία του νησιού και τον κυπριακό πολιτισμό και απεικονίζεται σε μεγάλο αριθμό αγγείων και άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων.

Περιγραφή Αγρινού

Το αγρινό είναι είδος άγριου προβάτου και ανήκει στην οικογένεια Caprinae. Θεωρείται ο ένας από τους δύο προγόνους όλων των σημερινών εξημερωμένων προβάτων. Τα χρώματά του είναι συνήθως καφέ και κόκκινο. Τα αρσενικά έχουν πάντοτε κέρατα, ενώ τα θηλυκά μπορεί να έχουν, μπορεί και όχι. Τα κέρατά τους κάνουν μια σχεδόν πλήρη περιστροφή και έχουν μήκος περίπου 85 εκατοστά.Το βάρος τους φτάνει τα 35 Kg και το ύψος τους το ένα μέτρο. Το τρίχωμα των αρσενικών κατά τη χειμερινή περίοδο είναι βαρύ, χρώματος καστανού με έντονες σκούρες αποχρώσεις στο μπροστινό μέρος του λαιμού, στο θώρακα και στη ράχη. Κατά τη θερινή περίοδο το τρίχωμά τους είναι αρκετά πιο ελαφρύ, πιο ανοικτού χρώματος, ενώ οι σκούρες αποχρώσεις είναι πολύ πιο άτονες ειδικά στη ράχη όπου τείνουν να εξαφανιστούν. Τα θηλυκά άτομα δε φέρουν κέρατα και το χρώμα τους είναι σχεδόν ομοιόμορφο, ανοιχτό καστανό, ενώ το βάρος τους δεν ξεπερνά τα 25 Kg.

Προέλευση

Το αγρινό αποτελεί ένα είδος αγριοπροβάτου που προήλθε από το ασιατικό αγριοπρόβατο (Ovis orientalis), το οποίο έχει τις ρίζες του στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Στην Κύπρο το αγρινό έγινε ενδημικό είδος, το Κυπριακό Αγρινό. Ο πληθυσμός του Κυπριακού αγρινού φτάνει και τις 3000 . Αγρινά έχουν εισαχθεί με επιτυχία σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, όπως τη Γερμανία, την Αυστρία, την Τσεχία, τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, ακόμη και σε βόρειες χώρες όπως τη Φινλανδία.

Διατροφή

Το Αγρινό τρέφεται κυρίως με ποώδη φυτά καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Κατά τη θερινή περίοδο κινείται και τρέφεται κατά κύριο λόγο από το απόγευμα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Αντίθετα, το χειμώνα, κινείται και τρέφεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Το καλοκαίρι, λόγω της έντονης ξηρασίας και της μείωσης της ποιότητας και της ποσότητας της ποώδους βλάστησης, τρέφεται συμπληρωματικά με βολβώδη φυτά, φύλλα, βλαστούς δέ­ντρων και θάμνων και διάφορα φρούτα και καρπούς του δάσους όπως μόσφιλα, βαλανίδια, μούρα, αγριοστάφυλα κ.ά.

Πηγές