Μονοκάμμητος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
μ
Greeklish variables name replaced
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Μονοκάμμητος (o) |etymologia= |simasiologia= αυτός που έχει πυρετό (έχει συνεχώς κλειστά -«...')
 
μ (Greeklish variables name replaced)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Μονοκάμμητος (o)
   |acronym= Μονοκάμμητος (o)
   |etymologia=
   |etymology_gr=
   |simasiologia= αυτός που έχει πυρετό (έχει συνεχώς κλειστά -«καμμυμένα» τα μάτια χωρίς να κοιμάται)
   |semantics_gr= αυτός που έχει πυρετό (έχει συνεχώς κλειστά -«καμμυμένα» τα μάτια χωρίς να κοιμάται)
   |proelefsi=
   |priority_gr=
}}
}}


3.467

επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης