3.467
επεξεργασίες
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Πώππεμαν (το) |etymologia= |simasiologia= όταν ο αρσενικός αδυνατεί να φέρει εις πέρας τη σ...') |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Πώππεμαν (το) | |acronym=Πώππεμαν (το) | ||
| | |etymology_gr= | ||
| | |semantics_gr= όταν ο αρσενικός αδυνατεί να φέρει εις πέρας τη σεξουαλική πράξη, λόγω κούρασης ή αδυναμίας | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
επεξεργασίες