Ασταύρωτη

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
Ασταύρωτη (η)
Σημασιολογία λεχώνα που δεν «σταυρώθηκε» τρεις μέρες μετά τον τοκετό όπως συνήθιζαν (δες «σταύρωμα»). Και γυναίκα που δεν είδε ακόμα περίοδο.




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

λεχώνα που δεν «σταυρώθηκε» τρεις μέρες μετά τον τοκετό όπως συνήθιζαν (δες «σταύρωμα»). Και γυναίκα που δεν είδε ακόμα περίοδο.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).


Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις