Εθνολογικό Μουσείο (Οικία Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου)

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Εθνολογικό Μουσείο (Οικία Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου)
0111.jpg
Ιστορία Ίδρυση
Ίδρυση 1793
Στοιχεία Επικοινωνίας
Ώρες Λειτουργίας Τρίτη - Παρασκευή: 8.30 -15.30, Σάββατο: 9.30 - 16.30, Δευτέρα, Κυριακή: κλειστό
Τηλέφωνο 22305316

Στην πρωτεύουσα της Κύπρου, στην εντός των Ενετικών Τειχών πόλη, βρίσκεται το αρχοντικό του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου. Συγκεκριμένα στην ενορία Αγίου Αντωνίου, κοντά στην Αρχιεπισκοπή, στην γωνία Χατζηγεωργάκη και Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ θα βρείτε το αρχοντικό, που χρονολογείται στα τέλη του 18ου αιώνα και θεωρείται το σημαντικότερο δείγμα αστικής αρχιτεκτονικής της εποχής εκείνης, που σώζεται στη Λευκωσία.

Το αρχοντικό ξεχώριζε ανέκαθεν ανάμεσα στα πλινθόκτιστα και πετρόκτιστα σπίτια που κυριαρχούσαν στην περιοχή. Πετρόκτιστες διώροφες κατοικίες με καφασωτά παράθυρα και κιόσκια που πρόβαλλαν πάνω από τους δρόμους, όπως αυτή του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου, κήποι με λεμονόδεντρα και φοινικιές, τζαμιά με μιναρέδες, χάνια, τουρκικά λουτρά και παζάρια έδιναν τότε χρώμα ανατολίτικο σε μια πολιτεία όπου η Τουρκοκρατία συμπλήρωνε τρεις ολόκληρους αιώνες. Ανάμεικτο ήταν και το πλήθος που κατοικούσε στην πρωτεύουσα (Τούρκοι, Έλληνες και Αρμένιοι), με έντονες μεταξύ τους διαφορές, αλλά ενωμένοι με την αγάπη για την ίδια γη που όλοι τους θεωρούσαν πατρίδα. Αυτές ήταν οι εντυπώσεις του Αρχιδούκα της Αυστρίας Louis Salvator, όταν είχε επισκεφθεί την πρωτεύουσα το 1873.

Το αρχοντικό, ή το «κονάκι» του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου, όπως αλλιώς λέγεται, ξεχωρίζει τόσο για τον μνημειακό του χαρακτήρα, την ιδιαιτερότητα της αρχιτεκτονικής του και το μοναδικό ζωγραφικό διάκοσμο στο εσωτερικό του, όσο και για την ιστορική του σημασία.


Ιστορία

Το αρχοντικό αυτό ήταν η κατοικία του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου που καταγόταν από την Κρήτου Τέρρα της επαρχίας Πάφου, και κατείχε τον τίτλο του Δραγομάνου (Διερμηνέα) του Σεραγίου. Αξίωμα σημαντικό που δινόταν σε άτομα υψηλής μόρφωσης, που γνώριζαν καλά την ελληνική, και την τούρκικη γλώσσα. Ως Διερμηνέας, ο Χατζηγεωργάκης ασχολείτο με φορολογικά και διοικητικά ζητήματα, μέσω των οποίων ερχόταν σε επικοινωνία με την τοπική διοίκηση της Κύπρου, δηλαδή τον «μουχασίλη» (τούρκο κυβερνήτη) και τους αγάδες από τη μια και με τους αρχιερείς και τους «κοτζαμπάσηδες» (προκρίτους) από την άλλη. Ο Χατζηγεωργάκης έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και σεβασμού από τον λαό και τους κληρικούς. Η συνεργασία του με τους κληρικούς ήταν καθοριστική για την αποπομπή του τυραννικού Κυβερνήτη Χατζημπακκή, που είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το κύρος και η δύναμη του. Γύρω στα 1796 του απονεμήθηκε ο τίτλος του ισόβιου Δραγομάνου της Κύπρου με το διάταγμα Khatt-i-Sherif, που εξέδωσε ο Σουλτάνος Σελήμ Γ’.

Λόγω της θέσης και των γνωριμιών του, ο Δραγομάνος έχαιρε μεγάλης οικονομικής επιφάνειας, δεν χρησιμοποίησε όμως ποτέ τη δύναμη και τα πλούτη του για δικό του όφελος. Σύμφωνα με το ποίημα άγνωστου ποιητή που γράφτηκε μετά τον αποκεφαλισμό του, αλλά και με άλλες γραπτές πηγές, συνείσφερε πολύ στην προστασία των Χριστιανών,των λεπρών, στην οικονομική και ηθική ενίσχυση της Κυπριακής Εκκλησίας και στην παιδεία. Αυτός και η σύζυγός του Μαρουδιά, που ήταν ανηψιά του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου, επέδειξαν πατριωτικά και φιλάνθρωπα αισθήματα. Παρόλα αυτά υπήρχαν πολλοί που έτρεφαν αρνητικά αισθήματα για το πρόσωπο του Χατζηγεωργάκη. Οι Τούρκοι αγάδες έβλεπαν με φθόνο και ανησυχία την άνοδο του Δραγομάνου και του Αρχιεπισκόπου στη θέση των ρυθμιστών της πολιτικής και οικονομικής ζωής του τόπου και τον ταυτόχρονο παραγκωνισμό των ιδίων, αφού ως κατακτητές είχαν συνηθίσει μέχρι τότε να είναι οι κύριοι φορείς της εξουσίας και οι αποδέκτες των προνομίων που απέρρεαν απ’ αυτή.

Από την άλλη, μερίδα του λαού ήταν δυσαρεστημένη από τις βαριές φορολογίες - και επομένως με το Χατζηγεωργάκη που ήταν υπεύθυνος για την είσπραξη τους. Εχθρική στάση κατά του Δραγομάνου κράτησε και ο Γάλλος πρόξενος Regnault, που θεωρούσε το Χατζηγεωργάκη Ρωσόφιλο και επομένως εχθρό της Γαλλίας. Αυτή η δυσαρέσκεια εκδηλώθηκε και με την εξέγερση των Οθωμανών της Κύπρου το 1804, λόγω της αύξησης της φορολογίας και της σιτοδείας. Οι στασιαστές ξεσηκώθηκαν αρχικά εναντίον των τούρκικών Αρχών, οι οποίες κατάφεραν να στρέψουν την οργή, κατά της Εκκλησίας και του Δραγομάνου. Το αρχοντικό του Χατζηγεωργάκη παραβιάστηκε και λεηλατήθηκε από το εξαγριωμένο πλήθος. Ο ίδιος και η οικογένειά του διέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμειναν 3 χρόνια. Στη θέση του, ο Δραγομάνος διόρισε ως επίτροπό, το βοηθό του, Νικόλαο Νικολαΐδη, ο οποίος δεν άργησε να εκμεταλλευτεί τη θέση του και να πλουτίσει, συνεργαζόμενος στενά με τον μουχασίλη και εφαρμόζοντας τυραννικές μεθόδους για την είσπραξη των φόρων. Όταν ο Δραγομάνος απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες, επέστρεψε το 1807 ώστε να ελέγξει τους λογαριασμούς. Ο Νικολαΐδης και ο Χασάν Αγάς, για να αποφύγουν τη λογοδοσία για τις αυθαιρεσίες τους, έστειλαν συκοφαντική αναφορά εις βάρος του Δραγομάνου στον Σουλτάνο. Τότε με απόφαση της Υψηλής Πύλης εκδόθηκε διάταγμα για τη σύλληψή του και για έλεγχο των λογαριασμών του κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ο Χατζηγεωργάκης το πληροφορήθηκε και διέφυγε ξανά στην Κωνσταντινούπολη ώστε να αποδείξει την αθωότητά του, αλλά αυτή τη φορά δεν τα κατάφερε. Αποκεφαλίστηκε το Μάρτη του 1809 στην Κωνσταντινούπολη με εντολή του νέου Μεγάλου Βεζύρη Γιουσούφ Ζία που τον μισούσε, παρόλες τις προσπάθειες των πρεσβευτών της Αγγλίας και της Ρωσίας, που εξασφάλισαν κάπως αργά τη σουλτανική εντολή για τη σωτηρία του.

Η περιουσία του δημεύθηκε και η οικογένεια του γνώρισε την εξορία και τη φυλάκιση για αρκετά χρόνια. Το αρχοντικό του αγοράστηκε από την Τουρκάλα Χατιζέ χανούμ Μαγνήσαλη για 13.000 γρόσια. Το 1830 επέστρεψε από την Κωνσταντινούπολη ο μικρότερος γιος του Δραγομάνου, ο Τσελεπή Γιάγκος, που αγόρασε την οικία με δάνειο που πήρε από την Αρχιεπισκοπή. Ο Τσελεπή Γιάγκος εγκαταστάθηκε στο πατρικό του σπίτι με τη σύζυγό του Ιουλιανή, του γένους Βοντιτσιάνο. Ο ίδιος πέθανε το 1874 και η σύζυγος του παρέμεινε σε αυτό μαζί με την οικογένεια της ανηψιάς της Ουρανίας Ζαχαριάδου Οικονομίδη, την οποία είχε υιοθετήσει αφού δεν είχε δικά της παιδιά. Το αρχοντικό πέρασε μετά στα χέρια των τεσσάρων θυγατέρων της Ουρανίας. Με τον θάνατο της τελευταίας ενοίκου Ιουλίας Πική το 1979 και σύμφωνα με την επιθυμία της ίδιας αλλά και της αδελφής της Άννας Δημητριάδου, το μέρος της οικίας που τους ανήκε μαζί με την επίπλωση του κληροδοτήθηκε στην Αρχιεπισκοπή. Το υπόλοιπο τμήμα της οικίας αποκτήθηκε από το Τμήμα Αρχαιοτήτων.

Χάρη στις προσπάθειες του Τμήματος Αρχαιοτήτων το αρχοντικό κηρύχθηκε ως «Αρχαίο Μνημείο» το 1935. Κατά την περίοδο 1981-1987 έγιναν συστηματικές έργασίες συντήρησης καθώς και αποκατάστασης του αρχοντικού, το οποίο βραβεύθηκε από τη «Europa Nostra». Σήμερα διατηρεί την αρχιτεκτονική του μορφή όπως αυτή είχε διαμορφωθεί μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, δηλαδή πριν από το διαχωρισμό του, μεταξύ των κληρονόμων. Πρόκειται για ένα μνημείο που διασώζει και μεταφέρει την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην εποχή του Χατζηγεωργάκη αλλά και στη νεότερη ιστορία του. Σήμερα λειτουργεί ως Εθνολογικό Μουσείο και χώρος πολιτιστικών εκδηλώσεων.

Οικία

Η οικία είναι διώροφη και κτίστηκε στα 1793. Το μονόγραμμα του ιδιοκτήτη και η ημερομηνία ανέγερσης του κτιρίου φαίνονται σε μαρμάρινη πλάκα εντοιχισμένη στο εσωτερικό της εισόδου. Η Οικία αναπτύσσεται σε σχήμα Π και περικλείει εσωτερική αυλή που περιτρέχεται από στεγασμένες στοές στις τρεις της πλευρές. Στο κέντρο της αυλής υπάρχει μια μνημειακή κρήνη και ένα ιδιωτικό τουρκικό λουτρό (χαμάμ). Στο ισόγειο της Οικίας βρίσκονταν οι χώροι για την υπηρεσία, η κουζίνα, οι στάβλοι και οι διάφοροι αποθηκευτικοί και βοηθητικοί χώροι. Υπάρχουν στοιχεία που μαρτυρούν ότι η αρχική Οικία ήταν μεγαλύτερη από ότι είναι σήμερα.

Μια στεγασμένη ξύλινη σκάλα με πέτρινη βάση οδηγεί σήμερα από την αυλή στην αίθουσα εισόδου του ορόφου, τον ηλιακό. Με τον ηλιακό επικοινωνούν τα κυριότερα δωμάτια του σπιτιού, ο επίσημος χώρος υποδοχής και τα υπνοδωμάτια. Η επίσημη αίθουσα υποδοχής, ο οντάς, βρίσκεται στο άκρο της ανατολικής πτέρυγας και ξεχωρίζει από όλα τα υπόλοιπα δωμάτια με την πλούσια ξυλόγλυπτη, επιχρυσωμένη διακόσμησή της και την ελαιογραφία που παρουσιάζει πιθανόν μια φανταστική πόλη.

Η επίπλωση του αρχοντικού δεν είναι η πρωτότυπη αλλά ανήκει στο τέλος του 19ου αι.-αρχές του 20ου αι., και αποτελεί δωρεά της τελευταίας ιδιοκτήτριας της οικίας. Τα δωμάτια του ορόφου έχουν διαμορφωθεί ως εκθεσιακοί χώροι όπου, με τη βοήθεια ποικίλου εποπτικού υλικού, αλλά και αυθεντικών αντικειμένων της εποχής, ο επισκέπτης μπορεί να πληροφορηθεί για την ιστορία της οικογένειας Χατζηγεωργάκη και για τη διαδικασία αποκατάστασης του αρχοντικού. Εκτίθενται επίσης διάφορα αντικείμενα της βυζαντινής και μεσαιωνικής περιόδου, καθώς και της τουρκοκρατίας.

Πηγές