Ενόργανη Μουσική

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Ενόργανη Μουσική
Pithkiavli.jpg
Πιθκιάβλι




Η Κυπριακή παραδοσιακή μουσική χωρίζεται στη φωνητική και την ενόργανη. Η φωνητική μουσική περιλαμβάνει τραγούδια όπως: οι φωνές, τα δίστιχα – τα τσιαττιστά, τα ποιητάρικα, της αγάπης (ερωτικά), τα γιορταστικά, τα σατιρικά, του γάμου, τα εισαγόμενα, τα μοιρολόγια, της δουλειάς, της ξενιτιάς, τα θρησκευτικά, τα αφηγηματικά – οι παραλογές τα ακριτικά κ.ά. Στην ενόργανη μουσική υπάγονται: όλοι οι κυπριακοί χοροί, τα συνοδευτικά κομμάτια για το τριήμερο του γάμου, καθώς επίσης και οι σκοποί του πιθκιαυλού (του βοσκού).

Στην Κυπριακή παραδοσιακή μουσική υπάρχουν διαχρονικά τέσσερα βασικά μουσικά όργανα (το βιολί, το λαούτο, η ταμπουτσιά και το πιθκιάβλι), τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί ευρέως στην Κυπριακή μουσική, από το παρελθόν μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι υπήρχαν περισσότερα όργανα, τα οποία χρησιμοποιούνταν στην Κυπριακή μουσική. Μεταξύ αυτών ήταν το κλαρίνο, το σαντούρι, η ταμπουρά, το μπουζούκι, η λύρα, η κιθάρα, το ακορντεόν, τα οποία όργανα είτε τα έπαιζαν ξένοι μουσικοί είτε τα ενσωμάτωναν στην κυπριακή μουσική, μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα, έτσι ώστε η χρήση τους να μην έχει επιβιώσει.

Πιθκιάβλι

Το πιθκιάβλι (φλογέρα - σουραύλι) είναι ένα αυτοσχέδιο πνευστό όργανο με πανάρχαια καταγωγή, το οποίο συνδέθηκε με τους βοσκούς, για αυτό το λόγο θεωρείται ποιμενικό όργανο. Στα περασμένα χρόνια, όλοι σχεδόν οι βοσκοί ήταν δεξιοτέχνες στο όργανο αυτό. Ο τσοπάνης με «καλό αυτί» έφτιαχνε το πιθκιαύλι του να έχει την ίδια κλίμακα με αυτή των κουδουνιών του κοπαδιού του. Το πιθκιάβλιν ήταν το κατ’ εξοχήν όργανο του βοσκού στα χωράφια και αποτελούσε τον αχώριστο σύντροφό του, στους κάμπους και στα βουνά. Το χρησιμοποιούσε για να παίξει κάποιες «φωνές» ή άλλες μελωδίες (κυπριακά δημοτικά τραγούδια, μελωδίες των κυπριακών χορών, μοιρολόγια και γαμήλιους σκοπούς) και για να δημιουργεί αυτοσχέδιες μελωδίες, οι οποίες γαλήνευαν τα πρόβατα του και έκαναν τις ατελείωτες ώρες του στη βοσκή να περνούν όμορφα. Αξίζει να σημειωθεί ότι βρέθηκαν άτομα που έπαιζαν δύο πιθκιαύλια μαζί, όχι ενωμένα, αλλά κρατημένα στο στόμα σε οξεία γωνιά. Είναι μια μουσική δεξιοτεχνία που δεν την συναντά κανείς σε άλλα μέρη του νησιώτικου ή του ηπειρωτικού Ελλαδικού χώρου.

Για την κατασκευή του πιδκιαβλιούν χρειάζονται δύο υλικά, το καλάμι και η αροδάφνη. Μορφολογικά, μοιάζει με το σουραύλι που συναντάμε στα ελληνικά νησιά. Το μήκος του κυμαίνεται 25 έως 30 εκατοστά. Έχει έξι βασικές τρύπες μπροστά, για τα δάχτυλα του αριστερού και δεξιού χεριού, μια στο πίσω μέρος για τον αντίχειρα και για αλλαγές στη κλίμακα και μια στο κάτω άκρο για την έξοδο του αέρα. Το επιστόμιο (η πίννα) είναι κατασκευασμένο από ξύλο αροδάφνης και δεν διαφέρει και πολύ από αυτό του αυλού. Όσο αφορά τον ήχο, αν το πιδκιάβλιν είναι κατασκευασμένο από χοντρό καλάμι και το εσωτερικό του καλαμιού έχει μεγάλο άνοιγμα, παράγει ένα μπασάτο ήχο. Αν το πιδκιάβλιν είναι κατασκευασμένο από λεπτό καλάμι, με εσωτερική μικρή τρύπα, τότε το πιδκιάβλιν παράγει έναν πρίμο ήχο.

Βιολί

Το βιολί είναι ένα μελωδικό όργανο το οποίο επικράτησε μέχρι τις μέρες μας σαν το κύριο μέσο έκφρασης και εκτέλεσης της παραδοσιακής μας μουσικής. Οι πληροφορίες σχετικά με το χρόνο που το βιολί εισήχθη στην Κύπρο ποικίλλει. Σύμφωνα με τον Αβέρωφ, ένας σπουδαίος βιολιστής, ο Γιάννης Σερβός, από τη Σερβία, είναι πολύ πιθανό να έφερε στην Κύπρο το βιολί κατά το τέλος του 19ου αιώνα. Όντας ένας θρύλος ή όχι, το βιολί απορροφήθηκε στην κυπριακή μουσική και αντικατέστησε τη λύρα. Οι βιολιτζήδες έγιναν ιδιαίτερα σεβαστοί ανάμεσα στους Κυπρίους. Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, το βιολί έφεραν στην Κύπρο οι Φράγκοι και οι Ενετοί.

Λαούτο

Το Λαούτο ανήκει στην οικογένεια των νυκτών (νύσσω= κεντώ, τσιμπώ) εγχόρδων. Είναι το κύριο συνοδευτικό όργανο του βιολιού που συμπληρώνει το ρυθμό με ισοκρατική αρμονία και περίτεχνα ρυθμικά σχήματα. Σπανιότερα, λαουτάρηδες, με δεξιοτεχνικές ικανότητες, «δίπλαζαν» το βιολιστή, παίζοντας αποσπάσματα από τη μελωδία. Το λαγούτο, εκτός από τον συνοδευτικό ρόλο, χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα και ως μελωδικό όργανο, όπου οι λαουτάρηδες έπαιζαν μελωδίες με μεγάλη δεξιοτεχνία, χωρίς το βιολί. Το λαούτο έχει μακρύ χέρι και βαθύ, πλατύ σκάφος με τέσσερις διπλές χορδές που είναι χορδισμένες κατά πέμπτες: Ντο, Σολ, Ρε, Λα. Η πέννα του λαούτου, παλαιότερα, ήταν κατασκευασμένη από φτερό αετού. Σήμερα, χρησιμοποιείται η πλαστική πέννα, με αποτέλεσμα την αλλαγή του ήχου του λαούτου.

Ταμπουτσιά

Η ταμπουτσιά είναι ένα κατ’ αρχήν γεωργικό σκεύος, το οποίο μεταπλάστηκε σε κρουστό όργανο το οποίο έχει το σχήμα και το μέγεθος ενός κόσκινου, με τη διαφορά ότι, αντί του τρυπητού μεταλλικού τσίγκου, εδώ υπάρχει μια τεντωμένη μεμβράνη από δέρμα κατσίκας ή αρνιού. Το κρουστό αυτό όργανο είναι ένα ιδιαίτερο είδος ντέφι, το οποίο χρησιμοποιείται πολλές φορές σαν συνοδευτικό ρυθμικό όργανο μαζί με το λαούτο και το βιολί, για να τονίσει τη ρυθμική έμφαση στα χορευτικά μέτρα. Η ταμπουτσιά παιζόταν είτε με τα δύο χέρια (χρησιμοποιώντας τόσο παλάμης και των δακτύλων) ή με τις δύο ξύλινες ράβδους του. Σε μερικές περιπτώσεις, όταν δεν υπήρχε λαούτο, η ταμπουτσιά συνόδευε μόνη της το βιολάρη δίνοντας έτσι, την αναγκαία ρυθμική υπόσταση, πάνω στην οποία στηριζόταν ο συγκεκριμένος χορός. Η χρήση της ταμπουτσιάς για τη διατήρηση του ρυθμού, σταδιακά, εξαγοράστηκε από το λαούτο, το οποίο, παρά τις μελωδικές δυνατότητές του, χρησιμοποιήθηκε, κυρίως, ως συνοδευτικό όργανο.

Πηγές

  • Λαπηθιώτη Αικατερίνη, 2015, Η Κυπριακή Παραδοσιακή Μουσική, ΤΕΙ Κρήτης, Ρέθυμνο
  • Panteli, Μ & Purwins, Η., 2013, Comparative description of pitch distribution in Cypriot melodies by analysing polyphonic music recordings στο Proceedings of the Third International Workshop on Folk Music Analysis. Amsterdam: Meertens Institute.
  • Panteli, M., 2011, Pitch patterns of Cypriot folk music between Byzantine and Ottoman influence (Master’s Thesis). Pompeu Fabra University, Barcelona, Spain.
  • Τομπολής Σ., 2002, Κυπριακή Παραδοσιακή Μουσική. Συλλογή – Καταγραφή – Ανάλυση, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, Λευκωσία.
  • Κουτσουπίδου Μ., Καραγιώργης Ε. & Ιωάννου Μ., 1996, Μουσική Ι Ήχος – Ρυθμός – Μελωδία – Αρμονία, Υπουργείο Ανάπτυξης και Πολιτισμού, Λευκωσία
  • Γιωργούδης Π., 2014, Εθνομουσικολογία: Μεθοδολογία και Εφαρμογή. Αθήνα: Εκδόσεις Μεσόγειος.