Στυλλομμαθκιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Στυλλομμαθκιάζω | |
---|---|
Ετυμολογία | από το «στύλος» (κολόνα) και «μάτι» |
Σημασιολογία | πετάγονται τα μάτια μου έξω, κυρίως από δύσκολη κατάποση και δυσκολία να πάρω αναπνοή |
Ετυμολογία
από το «στύλος» (κολόνα) και «μάτι»
Σημασιολογία
πετάγονται τα μάτια μου έξω, κυρίως από δύσκολη κατάποση και δυσκολία να πάρω αναπνοή
Παραδείγματα
Τα μάτια ανοίγουν διάπλατα, εξέχουν από τις κόχες τους και φαίνονται να στηρίζονται πάνω σε δύο κολόνες. «Εκατάπιεν έναν μιάλον βούκκον φαίν τούτος τζ̌αι εστυλλομμάθκιασεν. Φάκκα του γλήορα πάς στην ράσ̌ιν, να δούμεν»
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).