Τζ̌ύμπη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τζ̌ύμπη (η) | |
---|---|
Ετυμολογία | από το αρχ. «κύμβη» = καμπούρα |
Σημασιολογία | το σβέρκο (ζώου), η καμπούρα |
Ετυμολογία
από το αρχ. «κύμβη» = καμπούρα
Σημασιολογία
το σβέρκο (ζώου), η καμπούρα
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).