Τριφούρτζ̌ης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τριφούρτζ̌ης (ο) | |
---|---|
Ετυμολογία | από το τρι-φούρκα, το ιταλικό furia = μανία |
Σημασιολογία | μανιακός, τρελλός |
Ετυμολογία
από το τρι-φούρκα, το ιταλικό furia = μανία
Σημασιολογία
μανιακός, τρελλός
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).