Φόος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Φόος (o) | |
---|---|
Σημασιολογία | ο φόβος (από ξάφνιασμα, κίνδυνο), όταν οι δυνάμεις των δαιμόνων εισέλθουν στον άνθρωπο και τον εξουσιάζουν. Ο κλονισμός ύστερα από ισχυρό τρόμο. |
Ετυμολογία
Σημασιολογία
ο φόβος (από ξάφνιασμα, κίνδυνο), όταν οι δυνάμεις των δαιμόνων εισέλθουν στον άνθρωπο και τον εξουσιάζουν. Ο κλονισμός ύστερα από ισχυρό τρόμο.
Παραδείγματα
Το «έφκαρμαν του φόου» είναι η θεραπεία με γητειά: Πάεις στην πρακτική, και σε βάζει πάνω από μια μεγάλη κούπα με νερό, γανωμένη, η οποία είναι στη φωτιά και βράζει. Ρίχνει μια φούχτα ζεσταμένο καλάι (δηλ κασσίτερο) και αυτό τιτσ̌ιρίζει, βγάζει καπνό και από το συνκλονισμό σού βγαίνει ο φόος. Από το σχήμα που παίρνει ο κασσίτερος δείχνει ποια είναι η αιτία του φόβου. Το νερό το άφηναν τη νύκτα να το δουν τα άστρη και μετά το έπιναν (προφορική πηγή: Λούης Περεντός)
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).