Ψητικόν

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Ψητικόν (το)
Σημασιολογία αλοιφή ή φυτό ή κάτι άλλο, το οποίο «ψήνει» το απόστημα δηλ. το κάνει να ωριμάσει και να ανοίξει, να ελευθερωθεί το πύο

Ετυμολογία

Σημασιολογία

αλοιφή ή φυτό ή κάτι άλλο, το οποίο «ψήνει» το απόστημα δηλ. το κάνει να ωριμάσει και να ανοίξει, να ελευθερωθεί το πύο

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).