Ασταύρωτη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ (Greeklish variables name replaced)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Ασταύρωτη (η)
   |acronym= Ασταύρωτη (η)
   |etymologia=
   |etymology_gr=
   |simasiologia= λεχώνα που δεν «σταυρώθηκε» τρεις μέρες μετά τον τοκετό όπως συνήθιζαν (δες «σταύρωμα»). Και γυναίκα  που δεν είδε ακόμα περίοδο.  
   |semantics_gr= λεχώνα που δεν «σταυρώθηκε» τρεις μέρες μετά τον τοκετό όπως συνήθιζαν (δες «σταύρωμα»). Και γυναίκα  που δεν είδε ακόμα περίοδο.  
   |proelefsi=
   |priority_gr=
}}
}}



Αναθεώρηση της 15:50, 18 Ιανουαρίου 2024

Ασταύρωτη (η)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

λεχώνα που δεν «σταυρώθηκε» τρεις μέρες μετά τον τοκετό όπως συνήθιζαν (δες «σταύρωμα»). Και γυναίκα που δεν είδε ακόμα περίοδο.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).