Στυλλομμαθκιάζω: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Στυλλομμαθκιάζω |etymologia= από το «στύλος» (κολόνα) και «μάτι» |simasiologia= πετάγοντα...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Στυλλομμαθκιάζω
   |acronym=Στυλλομμαθκιάζω
   |etymologia= από το «στύλος» (κολόνα) και «μάτι»
   |etymology= από το «στύλος» (κολόνα) και «μάτι»
   |simasiologia= πετάγονται τα μάτια μου έξω, κυρίως από δύσκολη κατάποση και δυσκολία να πάρω αναπνοή
   |semantics= πετάγονται τα μάτια μου έξω, κυρίως από δύσκολη κατάποση και δυσκολία να πάρω αναπνοή
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:58, 22 January 2024

Στυλλομμαθκιάζω
Ετυμολογία από το «στύλος» (κολόνα) και «μάτι»
Σημασιολογία πετάγονται τα μάτια μου έξω, κυρίως από δύσκολη κατάποση και δυσκολία να πάρω αναπνοή




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από το «στύλος» (κολόνα) και «μάτι»

Σημασιολογία

πετάγονται τα μάτια μου έξω, κυρίως από δύσκολη κατάποση και δυσκολία να πάρω αναπνοή

Παραδείγματα

Τα μάτια ανοίγουν διάπλατα, εξέχουν από τις κόχες τους και φαίνονται να στηρίζονται πάνω σε δύο κολόνες. «Εκατάπιεν έναν μιάλον βούκκον φαίν τούτος τζ̌αι εστυλλομμάθκιασεν. Φάκκα του γλήορα πάς στην ράσ̌ιν, να δούμεν»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Στηλλομμάδκιασμαν

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις