Η Κυπριακή διάλεκτος (Κυπριακή Ελληνική ή Κυπριακά) είναι η διάλεκτος της Ελληνικής γλώσσας που ομιλείται από περίπου επτακόσιες χιλιάδες (700.000) Ελληνοκυπρίους στην Κύπρο και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνοκυπρίους της διασποράς, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία, τις ΗΠΑ, καθώς και την Ελλάδα. Σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιείται ως επίσημος γραπτός λόγος, αλλά είναι η κοινή ομιλουμένη των περισσοτέρων Ελληνοκυπρίων. Είναι επίσης η πρώτη γλώσσα πιο ηλικιωμένων Τουρκοκυπρίων από χωριά όπως η Λουρουτζίνα και από την περιοχή της Τυλληρίας, ενώ περισσότεροι ηλικιωμένοι Τουρκοκύπριοι μιλούν τα Ελληνικά με Κυπριακή Διάλεκτο ως δεύτερη γλώσσα.

Σε επίσημο περιβάλλον θεωρείται πιο αποδεκτή η χρήση της Κοινής Νέας Ελληνικής (όπως στα σχολεία, στο κοινοβούλιο, στα μέσα ενημέρωσης και παρουσία μη Κυπρίων ομιλητών της Ελληνικής). Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας επίσημες γλώσσες της νήσου είναι η Ελληνική και η Τουρκική. Η έντονη επίδραση της Κοινής Νέας Ελληνικής διαμέσου των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, της Εκπαίδευσης, του τύπου και της λογοτεχνίας, έχει ως αποτέλεσμα να υποχωρεί σταδιακά η διάλεκτος έναντι της επίσημης Ελληνικής ή/και να απλοποιείται, γεγονός που παρατηρείται και στις υπόλοιπες διαλέκτους της Ελληνικής Γλώσσας.

Στη νεότερη εποχή σημαντικοί ποιητές όπως ο Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) και ο Δημήτρης Λιπέρτης (1866-1937) και ακόμα νεότεροι όπως ο Παύλος Λιασίδης (1901-1985) χρησιμοποιούν τη διάλεκτο σε γραπτή μορφή. Πολλοί άλλοι λογοτέχνες, συνήθως ποιητές αλλά και πεζογράφοι, χρησιμοποιούν ακόμα την Κυπριακή διάλεκτο. Υπάρχει επίσης πληθώρα κυπριακών τραγουδιών (παραδοσιακά, δημοτικά και σύγχρονα), αλλά και σκετς, θεατρικά και τηλεοπτικές σειρές που χρησιμοποιούν τη διάλεκτο.

Η ελληνικότητα της Κυπριακής διαλέκτου

Η κυπριακή διάλεκτος είναι μητροδίδακτη και παραγωγική στο νησί ακολουθούμενη από τα ποντιακά, κρητικά και άλλες διαλέκτους. Η κυπριακή διάλεκτος είναι ουσιαστικά η αρχαιότερη ελληνική διάλεκτος που έχει επιζήσει στο σύγχρονο κόσμο που επικρατεί η Νέα Ελληνική γλώσσα. Όσον αφορά τη διατήρηση ή όχι όλων των φωνηέντων, η κυπριακή θεωρείται νότια διάλεκτος. Κάτι που δεν συμβαίνει σε καμία άλλη βόρεια ή νότια διάλεκτο, έχει διατηρήσει την προφορά των διπλών συμφώνων της αρχαίας ελληνικής, συνήθως στο ληκτικό τέρμα -ννω των ρημάτων (άλ-λος, άμ-μος, βράσ-σω, αλ-λάσ-σω – σήμ-μερα, ποτ-τέ, κρεμ-μός, πίν-νω) ή μεταξύ λέξεων (απ-πέξω, ταμ μάθκια). Έτσι, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι η κυπριακή διάλεκτος είναι μια πολυδύναμη και πολυδιάστατη διάλεκτος που μπορεί να σταθεί δίπλα από τη Νέα Ελληνική, όπως η διάλεκτος του Quebec δίπλα από τη γαλλική.

Αν και υπάρχουν συνολικά 18 ιδιώματα της κυπριακής διαλέκτου, τα επικρατέστερα σήμερα είναι αυτά της Πάφου, της Μόρφου, της Λεμεσού, των Κοκκινοχωρίων, το ορεινό και της Λευκωσίας, με μικρές διαφορές μεταξύ τους. Αν εξαιρέσουμε το ιδίωμα της Μόρφου (υπερβολικό κράτημα της φωνής), της Πάφου (βαρετή, ελλειπτική προφορά) και των βουνών (πολύ γρήγορη ομιλία). Σήμερα, ο περισσότερος κόσμος έχει αλλοιώσει την εγγενή προφορά του, ακριβώς λόγω της επίδρασης της κοινής νεοελληνικής από τα διάφορα μέσα εκπαίδευσης και επικοινωνίας.

Ακριβώς λόγω του ότι η κυπριακή διάλεκτος προέρχεται απ’ ευθείας από την αρχαία ελληνική με εξαίρεση μερικά θέματα προφοράς και λέξεων σε αρκετά σημεία είναι κοινή με τη νεοελληνική γλώσσα, σε αντίθεση με όλες τις άλλες διαλέκτους. Άλλο ένα κατάλοιπο της αρχαίας ελληνικής είναι η διατήρηση των αρχαίων ρηματικών καταλήξεων -μεθαν, -ομεν, -ουσιν και –ασιν (κλώθουσιν, φεύκουσιν, αναστενάξασιν, εχαθήκασιν).

Αρκετές κυπριακές λέξεις πιστεύεται ότι "υιοθετήθηκαν" από διάφορες γλώσσες. Αυτό είναι λάθος εφόσον οι ξένες γλώσσες προέρχονται από την Ελληνική γλώσσα. Καμιά φορά αντί να κάνουμε σωστή ετυμολογία της λέξης κάνουμε μία παρετυμολογία. Αποδίδουμε δηλαδή λάθος καταγωγή στις λέξεις. Έτσι, τις βαφτίζουμε αγγλικές, γαλλικές, τουρκικές χωρίς ουσιαστικά να έχουν κάποια σχέση με αυτές.

Η Ελληνική είναι η αρχαιότερη γλώσσα του κόσμου και σύμφωνα το 1990 στο βιβλίο Γκίνες είναι η πλουσιότερη γλώσσα του κόσμου με 5 εκατομμύρια λέξεις. Η ελληνική γλώσσα είναι η βάση της λατινικής η οποία εξαπλώθηκε στα γαλλικά, πορτογαλικά, ισπανικά, ιταλικά, κ.α. και κατ' επέκταση στα αγγλικά και μετά γερμανικά, κ.τ.λ. Περισσότερες από 150.000 αγγλικές και 180.000 γαλλικές λέξεις είναι ελληνικές. Από ότι φαίνεται όλοι μιλάνε ελληνικά και δεν το γνωρίζουν. Εμείς όμως ως Κυπριακός λαός πόσα γνωρίζουμε για την προέλευσή τους; «Τσαέρα», «αμπάλατος», «κουτσιώ» και «σταρτάρω». Κι όμως το «αμπάλατος» δεν έχει αγγλική προέλευση, αλλά αρχαιοελληνική. Η λέξη αμπάλατος έχει συνδεθεί με το αγγλικό unbalanced. Παρ’ όλα αυτά οι εκδοχές της λέξης αμπάλατος είναι δύο. Η πρώτη είναι η αρχαιοελληνική καταγωγή από το επίθετο απαλωτός ή από το αραβικό ablad που σημαίνει δύστροπος και αχαΐρευτος.

Επίσης ο Όμηρος λέει: "θα σας διηγηθώ τι έγινε αυτάρ" δηλαδή AFTER = μετά, άλλη λέξη για παράδειγμα είναι το EXIT = από το έξιτε = εξέλθετε. Το κυπριακό αγκρίζουμε δεν προήλθε από το αγγλικό "angry" αλλά και αυτό με τη σειρά του προέρχεται από την ελληνική λέξη "άγριος" (agrios -> angrios -> angry). Το "νάμιν" φυσικά και σημαίνει όνομα και όχι από το αγγλικό name ή το Τούρκικο nam. Η Τσαέρα από το αρχαίο καθέδρα, το οποίο στα λατινικά γίνεται cathedra και μετά γαλλικά chaere/chaire. Ο τύπος chaere (ή ο προβηγκιανός chaira) περνάει στη γαλλοκρατούμενη Κύπρο της εποχής των Λουζινιάν, και επιβιώνει στο σημερινό τσαέρα.

Διαλεκτολογική ένταξη και έρευνα

Η Κυπριακή διάλεκτος αποτελεί στη σύγχρονη εποχή τη μεγαλύτερη ελληνική διάλεκτο -ακολουθούμενη από τα Ποντιακά, Κρητικά, Κατωιταλικά και άλλες διαλέκτους-, η οποία είναι μητροδίδακτη και παραγωγική στο νησί της Κύπρου. Ανήκει στον γεωγραφικό και διαλεκτικό χώρο της αρχαίας Αρκαδοκυπριακής και, μολονότι δεν προέρχεται άμεσα από αυτήν, είναι δυνατόν ακόμη και σήμερα να εντοπίσει κανείς κατάλοιπά της στο λεξιλόγιο των ομιλητών.

Κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής Κοινής και των πρώιμων μεσαιωνικών χρόνων, θεωρείται ότι η Κυπριακή διάλεκτος αποτέλεσε μέρος μιας ζώνης ανατολικών διαλέκτων (με δωρικές επιρροές), στις οποίες ανήκαν τα ιδιώματα της Δωδεκανήσου και της Μικράς Ασίας. Ωστόσο, η κοινή αυτή πορεία διακόπηκε το 1191 από τους σταυροφόρους, όταν η Κύπρος τέθηκε υπό τη γαλλική δυναστεία των Λουζινιανών και, ως εκ τούτου, μεταβλήθηκε σε φραγκικό κρατίδιο. Φαίνεται ότι μέσα στους τρεις επόμενους αιώνες η διάλεκτος απέκτησε τα περισσότερα από τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της, όπως επιμαρτυρείται από τα πρώτα διαθέσιμα κείμενα, που είναι οι νομικού περιεχομένου Ασσίζες (14ος αι.) και το Χρονικόν του Λεοντίου Μαχαιρά (15ος αι.). Η μακρά παρουσία των Φράγκων ερμηνεύει την είσοδο αρκετών λέξεων από την παλαιά Γαλλική, οι οποίες απουσιάζουν από άλλες διαλέκτους της Ελληνικής. Επιπλέον, η απομόνωση της διαλέκτου επί τόσους αιώνες εξηγεί γιατί ακόμη και σήμερα αποτελεί αξιόπιστο μάρτυρα της μεσαιωνικής γραμματικής της ελληνικής γλώσσας.

Άλλοι σημαντικοί σταθμοί στην ιστορία της διαλέκτου, οι οποίοι άφησαν αξιοσημείωτα ίχνη στη σύγχρονη μορφή της, υπήρξαν η Ενετοκρατία (από το 1489) και κατόπιν η Τουρκοκρατία (από το 1571). Τέλος, η ισχυρή πολιτιστική επιρροή της αγγλικής γλώσσας είναι εμφανής (από το 1878) και συνεχής στην Κυπριακή διάλεκτο.

Από διαλεκτολογικής πλευράς η Κυπριακή συγκαταλέγεται στα νότια ιδιώματα της Ελληνικής γλώσσας, καθώς διατηρεί αμετάβλητα τα φωνήεντα των άτονων συλλαβών (εν αντιθέσει προς τα βόρεια ιδιώματα, όπου παρατηρούμε εκτεταμένες στενώσεις και κωφώσεις). Ακόμη ανήκει στη λεγόμενη νησιωτική ζώνη του ίντα, επειδή χρησιμοποιεί την αντωνυμία ίντα (< τι ένι τα) αντί της αντωνυμίας τι στην εισαγωγή ερωτηματικών προτάσεων. Στην ίδια διαλεκτική ζώνη ανήκουν επίσης η Κρητική διάλεκτος, καθώς και τα ιδιώματα των Κυκλάδων και της Δωδεκανήσου.

Βασικά χαρακτηριστικά της Κυπριακής διαλέκτου

Τα βασικά χαρακτηριστικά της Κυπριακής διαλέκτου χωρίζονται σε φωνολογικά, μορφοσυντακτικά και λεξιλογικά.

Φωνολογικά:

1. Διατήρηση της προφοράς των διπλών συμφώνων (εκτός από το -ρρ-), αλλά και υστερογενής διπλασιασμός απλών συμφώνων, συνήθως σε ενδοφωνηεντική θέση και στο ληκτικό τέρμα -ννω των ρημάτων (λ.χ. άλ-λος, άμ-μος, βράσ-σω, αλ-λάσ-σω – σήμ-μερα, ποτ-τέ, πίν-νω, γκρεμ-μός) ή μεταξύ λέξεων (λ.χ. απ-πέξω, ταμ μάθκια «τα μάτια»). Σημείωση: Η ανάπτυξη υστερογενών διπλών φαίνεται ότι έχει την αφετηρία της στην ελληνιστική εποχή, όταν ακόμη διετηρείτο η προφορά των διπλών συμφώνων στον ελληνόφωνο κόσμο (άποψη Seiler και Καραναστάση). 2. Διατήρηση του τελικού -ν των ονομάτων (κυρίως) και των ρημάτων της μεσαιωνικής Ελληνικής (λ.χ. χαρτίν, τραπέζιν, βουνόν, αιτιατική θάλασ-σαν, ταμίαν, τέθκοιαν ημέραν, ρήματα (α)δονούσεν, τραυούμεν, έλαμνεν, εν νοδκιά «είναι ομίχλη [νοτιά]»), αλλά και ανάπτυξή του σε άλλες θέσεις, χωρίς ιστορική βάση (λ.χ. πρόγραμ-μαν, γ΄ πρόσ. εξέβην). 3. Αφομοίωση του ερρίνου με τους άηχους κλειστούς φθόγγους, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό νέων διπλών συμφώνων (λ.χ. αθ-θός < ανθός, νύφ-φη < νύμφη, συχ-χωρώ < συγχωρώ, ακάθ-θα < ακάνθα). Το φαινόμενο λειτουργεί επίσης μεταξύ λέξεων (λ.χ. εδ δακ-κάν-νει «δεν δαγκώνει», εθ θέλω «δεν θέλω») και μαρτυρείται ήδη από τον μεσαίωνα. 4. Σίγηση των ενδοφωνηεντικών β, γ, δ (ηχηρών διαρκών) και κατόπιν συχνή συγχώνευση των φωνηέντων ή έκκρουση του ασθενεστέρου (λ.χ. φοούμαι«φοβούμαι», μαειρεύκω «μαγειρεύω», τριυρίζω, γάαρος < γάδαρος, ετσά < ετσιδά). 5. Εκτεταμένη ουράνωση και δασύς τσιτακισμός του κ σε κ̌, καθώς και προσθίωση του χ σε χ̌ προ των φωνηέντων /e, i/ (λ.χ. κ̌εφαλή «κεφαλή», κ̌υώνιν«κυδώνι», χαρκ̌ίν < χαλκείον, παχ̌ιά < παχιά, φτώχ̌ια < φτώχια, σ̌κ̌ύλλος < σκύλος. 6. Προφορά των αήχων κλειστών κ, π, τ συνοδευόμενων από δασύ πνεύμα (περίπου όπως τα ανακεκαμμένα αρχικά σύμφωνα στα αγγλικά take, tall, λ.χ. κόκκ'αλον, ποτ'έ). 7. Ανομοίωση διάρκειας των συμφωνικών συμπλεγμάτων βγ > βg/βκ, βδ > βd/βτ, γδ > γτ, ργ/ρχ > ρg/ρκ (λ.χ. αρκή < αρχή, αρκάντžελος < αρ-χάγγελος, κόβκω < κόβγω, γτύννω < (ε)γδύννω < εκδύω) και αφομοίωση ηχηρότητας των συμφωνικών συμπλεγμάτων χρ > γρ, φρ > βρ, φλ > βλ, θρ > δρ (λ.χ. Γριστούγεν-να, βρίσσω «σωπαίνω» < φρίττω, δρέφει «επουλώνει, γιαίνει» < θρέφει).

Μορφοσυντακτικά:

1. Διατήρηση των ληκτικών επιθημάτων -ουσιν και -ασιν στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα και μέλλοντα (το -ουσιν) και του αορίστου (το -ασιν). Πρόκειται για αξιοσημείωτο αρχαϊσμό της διαλέκτου (λ.χ. κλώθουσιν, φεύκουσιν, αναστενάξασιν, εχαθήκασιν). Ωστόσο, και τα επιθήματα -ουν και -αν της Νεοελληνικής Κοινής επιδίδουν με αυξανόμενο ρυθμό. 2. Εκτεταμένη παρουσία του ρηματικού παραγωγικού επιθήματος -ίσκω, είτε επειδή διατηρήθηκε από παλαιότερη φάση τής γλώσσας είτε από κατ’ αναλογίαν σχηματισμό με βάση το αοριστικό θέμα. Προσδίδει στο ρήμα εναρκτική ή θαμιστική σημασία (λ.χ. κριν-ίσκω, μειν-ίσκω, φαν-ίσκω «υφαίνω», ταντžυν-ίσκω < ταγγός). 3. Διατήρηση αξιοσημείωτων αρχαϊσμών στον παρατατικό των πρώην συνηρημένων ρημάτων (λ.χ. θωρώ: εθώρουν, εθώρες, εθώρεν…) και παραμονή του τόνου στην προπαραλήγουσα στη μέση φωνή των προπαροξύτονων ρημάτων (λ.χ. šαίρουμαι: εšαίρουμουν, εšαίρεσουν, εšαίρετουν…, ρέουμαι < ορέγομαι: ερέουμουν, ερέεσουν, ερέετουν…, αλλάσσουμαι: αλλάσσουμουν, αλλάσσεσουν, αλλάσσετουν…, βάλλουμαι: εβάλλουμουν, εβάλλεσουν, εβάλλετουν, έρκουμαι: έρκουμουν, έρκεσουν, έρκετουν…). 4. Επίταξη του εγκλιτικού μετά το ρήμα, όπως συμβαίνει και με άλλα νησιωτικά ιδιώματα (λ.χ. έδοξέν μου «μου φάνηκε», λαχαίννει του, έωκέν μας «μας έδωσε», λαλεί του «του λέει»). 5. Χρήση του άρθρου τα ως αναφορικής αντωνυμίας με σημασία «αυτά που, τα οποία» (λ.χ. τα γρικώ στ’ αφθιά μου, θαρρώ ζυγώνουσί με «αυτά που ακούω στα αφτιά μου, θαρρώ πως με ζυγώνουν»). 6. Χρήση της εμφατικής άρνησης ’εν τžαι (< δεν και) αντί του απλού δεν (λ.χ. ’εν τžαι διά μου, ’εν τžαι είδα τον). 7. Χρήση του περιφραστικού δείκτη εν να, ο οποίος προέρχεται από τη φρ. θέλω να (απρόσ. θέλει να) > θελ’ να > θεν’ να > εν να, για τον σχηματισμό του διαρκούς και του στιγμιαίου μέλλοντα (λ.χ. εν να κλαίω – εν να κλάψω). 8. Κλίση του ρήματος είμαι σε ενεστώτα και παρατατικό: (ενεστώτας) είμαι, εί-σαι, είναι / έναι / έν(ι), είμαστιν, είσαστιν, είναι / έναι / έν(ι), (παρατατικός) ήμουν, ήσουν, ήτουν / ήταν, ήμαστιν, ήσαστιν, ήτουν / ήταν). 9. Η κλίση των προσωπικών αντωνυμιών της διαλέκτου αποτυπώνεται στον ακόλουθο πίνακα:

  Ισχυροί τύποι Κλιτικά
Ονομ. Αιτ. Γεν. Αιτ. Γεν.
1ο πρόσωπο Εν.
Πληθ.
(εγιώ / εγιώνι) / εγώ(νι)
εμείς
εμένα(ν)
εμάς
με
μας
μου
μας
2ο πρόσωπο Εν.
Πληθ.
εσού / εσούνι
εσείς
εσένα(ν)
εσάς
σε
σας
σου
σας
3ο πρόσωπο Εν. αρσ.
θηλ.
ουδ.
τούτος
τούτη(ν)
τούτο(ν)
τούτο(ν)/τούντο(ν)
τούτη(ν)/τούντη(ν)
τούτο(ν)/τούντο(ν)
τούτου/τούντου
τούτης/τούντης
τούτου/τούντου
το(ν)
τη(ν)
το
του
της
του
Πληθ. αρσ.
θηλ.
ουδ.
τούτοι
τούτες
τούτα
τούτους/τούντους
τούτες/τούντες
τούτα/τούντα
τούτων/τούντων
τούτων/τούντων
τούτων/τούντων
τους
τες
τα
τους
τους
τους

Λεξιλογικά:

Εξαιτίας των διαφόρων γλωσσικών στρωμάτων που ανά τους αιώνες συνδέθηκαν με το νησί της Κύπρου, μπορούμε σήμερα να εντοπίσουμε τις ακόλουθες χαρακτηριστικές λεξιλογικές ομάδες, πέρα από το λεξιλόγιο που είναι κοινό κτήμα με τις υπόλοιπες διαλέκτους και με την Κοινή:

1. Αρχαϊσμοί: Αξιοσημείωτος είναι ο λεξιλογικός πλούτος που διασώζει στοιχεία από την αρχαία και ελληνιστική εποχή της Ελληνικής. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: άφτω «ανάβω» (< άπτω), φτείρα «ψείρα» (< αρχ. φθείρ, -ρός), šοίρος (< χοίρος), ποζέγνω (< αρχ. ἀποζεύγνυμι), δρόπης (< ελνστ. ὑδρόφις, -εως), καμμώ «κλείνω τα μάτια» (< αρχ. καμμύω), κίλλης «μικρόσωμος γάιδαρος» (λ. τής αρχ. Κυπριακής), ροθέσιν (< αρχ. ὁροθέσιον), ορτσούμαι «χορεύω» (< αρχ. ὀρχοῦμαι), ξαργκώ «μένω αδρανής» (< αρχ. ἐξαργῶ), στρούθος «σπουργίτης» (< αρχ. στρουθός).

2. Ιδιωματισμοί: Σε αυτούς περιλαμβάνονται λέξεις και φράσεις γνωστές στον ελληνόφωνο κορμό, οι οποίες όμως έχουν αποκτήσει εντελώς διακριτή σημασία και χρήση. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: γέν-νημαν ήλιου «ανατολή», χαρτωμένος «αρραβωνιασμένος» (από το χαρτί τού προικοσυμφώνου), θαρκούμαι «νομίζω» (< θαρρούμαι), κούκ-κουρον «παξιμάδι» (υποκορ. τού ουσ. κόκκος), μιτά μου «μαζί μου».

3. Παλαιά Γαλλικά δάνεια: Λέξεις της παλαιάς Γαλλικής και των διαλέκτων της εισήλθαν μεταξύ του 12ου και του 14ου αιώνα, καθιστώντας την Κυπριακή διάλεκτο μοναδική από αυτή την άποψη στον ελληνόφωνο κόσμο. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: τσαέρα «καρέκλα» (< προβηγκ. chaira), τσαΐνα «αλυσίδα» (< προβηγκ. chaina), βλαντζίν «συκώτι» (< παλ. γαλλ. flanc), κουμανταρία «γλυκό κρασί τής Κύπρου» (< παλ. γαλλ. vin de commanderie «κρασί τού τάγματος Commanderie των Ιωαννιτών ιπποτών»), κουμουδκιάζω «ετοιμάζω ταφή νεκρού» (< προβηγκ. accoumoudar), κουφουρκιάζω «παρηγορώ» (< προβηγκ. coumfortar), μίζαρον «σάβανο» (< παλ. γαλλ. mise à mort).

4. Ιταλικά και Βενετικά δάνεια: Η περίοδος της Βενετοκρατίας άφησε αξιοσημείωτα ίχνη στη διάλεκτο. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: βαντζάρω «προχωρώ» (< avanzare), γάρπος «καμάρι» (< garbo), ζόπ-πος «αδέξιος» (< zoppo), κάστϊον «βάσανο» (< castigo), κουρτέλ-λα «μαχαίρι» (< coltella), πιν-νιάδα «πήλινη χύτρα» (< pignada).

5. Τουρκικά δάνεια: Οι τουρκικές λέξεις είναι πολυάριθμες και απαντούν προσαρμοσμένες στα μορφολογικά σχήματα της διαλέκτου. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: άσ̌κοσ-σου «μπράβο» (< aşk olsun), ζατ-τίν «έτσι κι αλλιώς» (< zatî), ζϊαφέτ-τιν «συμπόσιο» (< ziyafet), καΐσ̌ιν «παγίδα» (< kayış), κκουσ̌μάς «κουβέντα» (< konuşma), μέσελα «δηλαδή;» (< mesela).

6. Αγγλικά δάνεια: Οι αγγλικές λέξεις έχουν εισέλθει από την περίοδο της αγγλοκρατίας και διευρύνουν έκτοτε διαρκώς την παρουσία τους στο λεξιλόγιο της διαλέκτου, πράγμα που προωθείται από τη διαρκώς ενισχυόμενη επιρροή του αγγλόφωνου κόσμου στη νήσο. Όσες έχουν προσαρμοστεί μορφολογικά υπέστησαν αξιοσημείωτη αλλοίωση. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: φούρπ’ος «ποδόσφαιρο» (< football), σέντερ «αποστολέας (αλληλογραφίας)» (< sender), τšαρτšάρω «χρεώνω» (< charge), τρενάρω «εκπαιδεύω» (< train). Χαρακτηριστικός άγγλισμός είναι επίσης το ρ. απολογούμαι, που έχει αποκτήσει τη σημ. «ζητώ συγγνώμη» με επίδραση του ελληνογενούς αγγλ. apologise.

Πηγές

  • https://el.wikipedia.org
  • http://www.cyprusalive.com/el/i-kipriaki-dialektos-apotelei-sti-sigxroni-epoxi-ti-megaliteri-elliniki-dialekto-kipriakes-lexis-kai-oi-rizes-tous
  • http://www.diakonima.gr/
  • http://www.philenews.com/politismos/kypros/article/491284/gmpampiniotis-evloga-i-kypriaki-dialektos
  • Beaudouin, M. 1884: Étude du dialecte chypriote moderne et medieval (Paris)
  • Horrocks, G. 1997: Greek: A History of the Language and its Speakers (London), ελλ. μτφ. υπό Μ. Σταύρου & Μ. Τζεβελέκου (Αθήνα 2006)
  • Thumb, A. 1909: Handbuch der griechischen Dialekte (Heidelberg)
  • Γιαγκουλλής, Κ. 1997: Μικρός ερμηνευτικός και ετυμολογικός θησαυρός τής κυπριακής διαλέκτου (Λευκωσία)
  • Κοντοσόπουλος, Ν. 1994(2): Διάλεκτοι και Ιδιώματα της Νέας Ελληνικής (Αθήνα)
  • Μενάρδος, Σ. 1969: Γλωσσικαί Μελέται (Λευκωσία)
  • Μηνάς, Κ. 1987: «Αφομοίωση του ερρίνου με τους άηχους κλειστούς φθόγγους στην ελληνική γλώσσα» ― Πρακτικά Β΄ Διεθνούς Κυπριολογικού Συνεδρίου, τόμ. 3, σελ. 253-283 (Λευκωσία)
  • Μηνάς, Κ. 2000: «Φωνητικά και ετυμολογικά τής Κυπριακής διαλέκτου» ― Νεοελληνική Διαλεκτολογία 3, σελ. 151-188
  • Newton, B. 1972: Cypriot Greek. Its phonology and inflexion (The Hague: Mouton)
  • Παντελίδης, Χ. 1929: Φωνητική των Νεοελληνικών Ιδιωμάτων Κύπρου, Δωδεκανήσου και Ικαρίας (Αθήνα)
  • Παπαγγέλου, Ρ. 2001: Το Κυπριακό Ιδίωμα. Μέγα Κυπρο-ελληνο-αγγλικό (και με λατινική ορολογία) Λεξικό (Αθήνα), εκδόσεις Ιωλκός
  • Χατζηιωάννου, Κ. 1996: Ετυμολογικό Λεξικό τής Ομιλουμένης Κυπριακής Διαλέκτου (Λευκωσία)
  • Χατζηιωάννου, Κ. 1999: Γραμματική τής Ομιλουμένης Κυπριακής Διαλέκτου (Λευκωσία)
  • Χριστοδούλου, Μ. 1970: «Περί των διαλεκτικών ζωνών εν τη νέα Ελληνική γλώσση και της θέσεως της κυπριακής διαλέκτου εν αυταίς» - Επετηρίς Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου, τόμ. 3, σελ. 119-138


You could use

Η κατηγορία CategoryXY δεν βρέθηκε