Πρότυπο:Church People

Ο Κυπριανός (Στρόβολος, 1756 - Λευκωσία, 1821) ήταν Αρχιεπίσκοπος της Κύπρου και Εθνομάρτυρας κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Στις 9 Ιουλίου 1821 εκτελέστηκε από τους Τούρκους δι ' απαγχονισμού μαζί με άλλους τρεις επισκόπους που καρατομήθηκαν. Θεωρείτο ιεράρχης με πλατιά αντίληψη, δυναμική προσωπικότητα αλλά και με ευρεία μόρφωση[1].

Παιδική ηλικία και σπουδές

Ο Κυπριανός γεννήθηκε στον Στρόβολο[2] το 1756. Παραμένει άγνωστο το επίθετο του πατέρα του καθώς και το κοσμικό όνομα του Κυπριανού. Σε νεαρή ηλικία εισήλθε ως δόκιμος μοναχός στη Μονή Μαχαιρά, όπου έλαβε τη στοιχειώδη παιδεία και χειροτονήθηκε διάκονος το 1783[3]. Αργότερα, το 1784, μετέβη στη Μολδοβλαχία ως ακόλουθος του αρχιμανδρίτη της μονής, Χαράλαμπου στα πλαίσια του ταξιδιού του τελευταίου με σκοπό την εύρεση οικονομικής βοήθειας για την αντιμετώπιση των μεγάλων χρεών που αντιμετώπιζε τότε το μοναστήρι[4]. Εκεί χειροτονήθηκε ιερέας[5] και προσελήφθη ως εφημέριος του Ηγεμονικού ναού. Έτσι παραμένοντας στη Μολδοβλαχία, σπούδασε θεολογία και φιλολογία στην Ελληνική Σχολή του Ιασίου με τη βοήθεια του ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου[6].

Επιστροφή στην Κύπρο

Από τη Μολδοβλαχία ο Κυπριανός επέστρεψε στην Κύπρο το 1802 μαζί με τον Χαράλαμπο έχοντας πετύχει πλήρως την αποστολή τους. Στη συνέχεια ο Κυπριανός ανέλαβε την διαχείριση των κτημάτων της Μονής στο Στρόβολο όπου ευδόκιμα εργαζόμενος, κέρδισε την εκτίμηση των προεστών της Λευκωσίας οι οποίοι και συνηγόρησαν στον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο την πρόσληψή του ως οικονόμος της Αρχιεπισκοπής[7][8]. Και από τη θέση αυτή ο Κυπριανός επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο, αναπτύσσοντας σπουδαία πολιτική σκέψη. Ειδικότερα όταν το 1804 επαναστάτησαν οι Τούρκοι προβαίνοντας σε σφαγές των Ελλήνων με κίνδυνο της ζωής και του Αρχιεπισκόπου, όχι μόνο κατάφερε την κατάπαυση των σφαγών αλλά και την ανύψωση της ισχύος του αρχιεπισκόπου. Τα γεγονότα αυτά κατέγραψε Άγγλος με το ψευδώνυμο Αλή - Μπεης το 1805 χαρακτηρίζοντας τον Κυπριανό "φύλακα άγγελον των ομοεθνών του".[9]

Αρχιεπίσκοπος της Κύπρου

Η χειροτόνηση Το 1809, ο Κυπριανός χειροτονείται επίσκοπος και στις 30 Οκτωβρίου[10] του 1810 αναλαμβάνει Αρχιεπίσκοπος[11] διαδεχόμενος τον υπέργηρο Χρύσανθο που απεβίωσε εξόριστος στην Χαλκίδα[12]. Η αντικατάσταση του Χρυσάνθου από τον Κυπριανό είχε δρομολογηθεί από νωρίτερα, ένεκα όμως της άρνησης του πρώτου να παραιτηθεί από τη θέση του αρχιεπισκόπου, δημιουργήθηκε ανωμαλία στην Εκκλησία της Κύπρου, που διήρκεσε μέχρι τον θάνατο του Χρυσάνθου στην εξορία[13].

Ποιμαντικό έργο Το 1812 ο Κυπριανός χρηματοδότησε την ίδρυση της «Ελληνικής Σχολής» ( νυν Παγκύπριο Γυμνάσιο ) στη Λευκωσία κοντά στην Αρχιεπισκοπή[14]. Παράλληλα, εξέδωσε εγκύκλιο με σκοπό την καταπολέμηση της επιδημίας της ακρίδας που είχε τέτοια πληθυσμιακή αύξηση εκείνη την εποχή στην Κύπρο σε σημείο να απειλεί άμεσα την αγροτική παραγωγή του νησιού. Συγκεκριμένα, μέσω της εγκυκλίου, καυτηρίασε τις λαϊκές δοξασίες που ήθελαν τις ακρίδες αθάνατες και ταυτόχρονα παρακινούσε το ποίμνιό του να μην περιμένει την εκ θαύματος εξολόθρευση του εντόμου αλλά να αναλάβει δράση[15]. Το 1815 προέβη μέσω έτερης εγκυκλίου σε καταδίκη του Ελευθεροτεκτονισμού[15], ενώ το 1820 δώρησε 6000 γρόσια για την ανέγερση σχολής στη Λεμεσό[16].

Μύηση στη Φιλική Εταιρεία Η Φιλική Εταιρεία αποφάσισε να μην εμπλακεί η Κύπρος σε ένοπλο αγώνα, καθώς ήταν επικίνδυνη η γεωγραφική της θέση, αλλά να περιοριστεί στην υλική βοήθεια.[Σημείωση 1][6][8][11] Βέβαια και οι υπαινιγμοί περί του επικίνδυνου της εμπλοκής της Κύπρου στην ένοπλη δράση στο "Σχέδιον Γενικόν" των Φιλικών το 1820 είναι σαφείς "Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κ. Κυπριανός υπεσχέθη να συνεισφέρη χρήματα ή τροφάς, όσας δυνηθή (...) και τέλος να σκεφθή, πως να διαφυλάξη το ποίμνιόν του από τους κατοίκους εκεί εχθρούς".

Εκ του παραπάνω διαφαίνεται σαφώς ότι ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός που ανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο το 1810 ήταν Φιλικός, πλην όμως η ημερομηνία μύησής του και από ποιόν στη Φιλική Εταιρεία παραμένουν άγνωστα. Αλλά και σχετική αλληλογραφία εκ μέρους ρου δεν βρέθηκε, που σημαίνει πως είτε ο ίδιος κατέστρεψε οτιδήποτε σχετικό ή φύλαξε σε κρύπτη που δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. Ωστόσο, το 1820, φιλοξενεί τον Φιλικό Δημήτριο Ίπατρο και τού υπόσχεται οικονομική βοήθεια για την επανάσταση των Ελλήνων.[8][11] Αργότερα, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Αντώνιος Πελοπίδας (υπό τις διαταγές του Αλέξανδρου Υψηλάντη), στάλθηκε να παραλάβει την εισφορά του Αρχιεπισκόπου.[6]

Έχει σωθεί ένα γράμμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στον Κυπριανό, το οποίο λέγει τα εξής:

« Μακαριώτατε και φιλογενέστατε Δέσποτα, Ο φιλογενέστατος κύριος Δημήτριος Ίπατρος με εβεβαίωσε περί της γενναίας συνεισφοράς, την οποίαν η υμετέρα Μακαριότης υπεσχέθη προς αυτόν διά το Σχολείον της Πελοποννήσου. Όθεν, ως γενικός έφορος του Σχολείου τούτου, κρίνω χρέος μου απαραίτητον να ευχαριστήσω την Υμετέραν Μακαριότητα και να την ειδοποιήσω ότι η έναρξις του Σχολείου εγγίζει. Διά τούτο λοιπόν στέλλω εξεπίτηδες τον κύριον Αντώνιον Πελοπίδαν, άνδρα ενάρετον, φιλογενή και πάσης πίστεως άξιον διά να την βεβαιώσω και διά ζώσης φωνής την όσον ούπω ανέγερσιν του ιερού τούτου καταστήματος: Άς ταχύνη λοιπόν η υμετέρα Μακαριότης να εμβάση τόσον της υμετέρας Μακαριότητας τας συνεισφοράς, όσον και των λοιπών αυτού ομογενών, είτε χρηματικάς, είτε είναι ζωοτροφίας προς τον εν παλαιά Πάτρα της Πελοποννήσου κύριον Ιωάννην Παππά Διαμαντόπουλον, συντροφεύουσα αυτάς ή με άνθρωπον της επίτηδες ή με τον κομιστήν του παρόντος μου.

Ων δε εύελπις, ότι ή υμετέρα Μακαριότης θέλει φιλοτιμηθή να δείξη την συνεισφοράν αξίαν του μεγάλου ζήλου και πατριωτισμού Αυτής τε και όλου της του ποιμνίου, εξικετεύω τας μακαρίους Αυτής ευχάς και μένω με βαθύ σέβας της υμετέρας Μακαριότητος τέκνον ευπειθές

Αλέξανδρος Υψηλάντης[17]

»

Στο παραπάνω γράμμα o πρίγκιπας Α. Υψηλάντης ως Σχολείο της Πελοποννήσου υπονοεί την επικείμενη επανάσταση του 1821. Σημειώνεται ότι οι Φιλικοί που επισκέπτονταν την Κύπρο φιλοξενούνταν ως μαθητές στο υπόγειο της Ελληνικής Σχολής της Κύπρου.