Ασταύρωτη
Ασταύρωτη (η) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
λεχώνα που δεν «σταυρώθηκε» τρεις μέρες μετά τον τοκετό όπως συνήθιζαν (δες «σταύρωμα»). Και γυναίκα που δεν είδε ακόμα περίοδο.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου