Παροιμίες
|
Μετάφραση
|
"Αθκιασερος παπάς, θάφκει τζαι ζωντανούς"
|
"Παπάς χωρίς δουλειά θάβει και ζωντανούς"
|
"Άλλα 'ν' τ' αμμάδκια του λαού τζι άλλα του κουκουφκιάου, τζιαι άλλα εν του αλουπού που κάμνει πάου πάου"
|
"Άλλα, (διαφορετικά) είναι τα μάτια του λαγού, άλλα της κουκουβάγιας και άλλα της αλεπούς που (όταν ""κλαίει"") κάνει πάου πάου".
|
"Άλλαξεν ο Μανωλιός τζι έβαλεν τα ρούχα του αλλοιώς"
|
"Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς"
|
"Άμαν εν πάει ο Μωάμεθ είς το βουνό, πάει το βουνό εις τον Μωάμεθ."
|
"Όταν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στο Μωάμεθ."
|
"Αν ήταν η αζούλα πούζα, ήθεν να πουζιάσει ούλος ο κόσμος"
|
|
"Αν κάμει ο Μάρτης δκυο νερά τζαι ο Απρίλης άλλον έναν χαρά σε τζίντον γεωργόν πόσχει πολλά σπαρμένα"
|
|
"Απόν αππέξω του χορού, πολλά τραούθκια ξέρει."
|
"Όποιος έιν' έξω απ' το χορό ξέρει πολλά τραγούδια."
|
"Απόν ακούει, τερκάζει"
|
|
"Απόν ακούει του γονιού , παραγωνιάς τζιμάτε."
|
"οταν δεν ακούς τούς γονείς , κοιμάσαι παράμερα."
|
"Aπόν αντρέπεται, ο κόσμος εν δικός του"
|
|
"Από σιει μούγια, μουγιάζεται."
|
"Κάποιος προσπαθεί να διώξει την μύγα μόνο αν αυτή κάθεται επάνω του." ή "όποιος έχει τη μύγα, μιγιάζεται"
|
"Απο 'σιει πούζαν τζιαι παιδίν στο γάμον τι γυρεφκει"
|
|
Απόν 'θέλει να πάει στον μύλον, 5 μέρες κοσσινίζει."
|
"Όποιος δεν θέλει να πάει στον μύλο, κοσκινίζει για 5 μέρες."
|
"Απόν φορτώνει πόσσω σου, τάνα του να φορτώσει.
|
|
"Απ' ον μπορεί να δέρει το γάρο, δέρνει το σαμάν
|
"κάποιος που δεν μπορεί να κάνει η να πει κάτι σ' εκείνον που του έφτεξε, τα βάζει με άλλον"
|
"Απ' ον σε ξέρει, ακριβά σε γοράζει"
|
"Οποιος έχει έσοδα τριαντα δύο και έξοδα τριάντα είναι πάντα νοικοκύρης, όποιος όμως ξοδεύει τριάντα δύο και έχει έσοδα τριάντα τον παίρνουν στην φυλακή και δεν τον λυπούνται."
|
"Απού σοθκιάζει τριάντα θκυό τζαι ξοθκιάζει τράντα εν νοικοτζύρης πάντα. Απου ξοθκιάζει τριάντα θκυό αλλά σοθκιάζει τράντα, στη φυλακή τον παίρνουσι τζαι εν του διούν αμάντα"
|
"Οποιος έχει έσοδα τριαντα δύο και έξοδα τριάντα είναι πάντα νοικοκύρης, όποιος όμως ξοδεύει τριάντα δύο και έχει έσοδα τριάντα τον παίρνουν στην φυλακή και δεν τον λυπούνται."
|
"Απου πονεί πάει στον γιατρόν τζιαι απού διψά πάει στην βρύσιν."
|
Αυτός που έχει το πρόβλημα πρέπει να ψάξει για την λύση
|
΄Ακουε μεγάλο αμπέλι τζαι πέρνε μιτσί καλάθι"
|
"΄Ακουγε για μεγάλο αμπέλι αλλά πάρε μαζί σου μικρό καλάθι"
|
"Άκουε πολλά τζαι πίστεφκε λία"
|
|
Από΄ σσιει γειτον εσσειει όσιον τζια΄αποσιει όσιον τζιμάτε"
|
δηλαδη οποιος εχει γειτονα θα τον βοηθίσει στις δυσκολες στιγμες
|
"Απ΄όν έσχει νούν έσχει πόθκια"
|
|
"Ασχιμοφόρε τζαι μεν ριάς"
|
|
Αλλα λογια θκιε παπα
|
οταν απαντα ο αλλος κατι ασχετο απο αυτο που το λες
|
"Από το ρίφιν ρίφι, τζιαι γερόκλιαρον αρνί"¨
|
|
"Απού Γερόκλιαρο αρνί τζιαι κοκκορίφι ρίφι"
|
Αυτή η παροιμία θέλει να πει, για καλά γερά και υγειές ερίφια , ο επιβήτορας αρσενικός πρέπει να είναι νεαρό ερίφι, ενώ αντιθέτως στα πρόβατα ο επιβήτορας αρσενικός πρέπει να είναι μεγάλης ηλικίας.
|
"Άλλην μας εδείξαν τζ΄άλλην μας εμπείξαν!!!"
|
|
"Ανάγιως τον κολλιό να σου φκάλει τα μάθκια σου"
|
|
"Απ' αγκάθιν φκαίνει ρόδον"
|
|
"Βουνό με βουνό εν σμίει"
|
|
"Βούρα θκιέ τζιαι φτάννω σε"
|
|
"Δώστου πελλού λουκάνικον, να σου πει εν ζαβόν"
|
|
"Δωστου πελλου αγγουρι να σου πει εν ζαβον"
|
|
"Δώκε θάρρος του χωρκάτη να μπει με τες ποϊνες στο κρεβάτι"
|
|
"Εγιώ στραώνω τζαι πουλώ τζαι εσύ άμπλεπε τζαι γόραζε"
|
|
"Είπαν τον πελλόν, τζαι επέλλανεν"
|
|
"Έλα παππού να σου δείξω τ' αμπέλια σου."
|
|
"Εν της παπαθκιάς τα ξύλα"
|
"Τα ξύλα ανήκουν στην παπαδιά (και έτσι τα προσέχει περισσότερο)"
|
"Ένας παπάς δκυό εκκλησιές της μιας γελά της"
|
Λέγεται ότι κάποιος κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα και σίγουρα αφήνει κάτι πίσω
|
Έπαρτον εις τον γάμο σου να σου πεί τζαι του χρόνου"
|
|
"Ετσύλησεν ο τέντζερης, τζαι ήβρεν το καπάτζιν"
|
|
"Ετσύλισεν το στουπομα τζαι ιβρεν την μαιρισσαν"
|
|
"Επίεν ο φτωχός να αρμαστεί τζαι μίτσιανε η νύχτα"
|
|
"Έφκαλεν η γλώσσα μου μαλλιά"
|
|
"Εφκίκεν κούππα άπαννη"
|
|
"Εδώκαν μου αυκό τζιαι ζητούν την όρνιθα"
|
|
Εν ο νούς σου τζιαι μια λίρα τζιαι γυρίζει βύρρα βύρρα
|
|
"Ζήσε Μάη μου να φάεις τριφύλλιν"
|
|
"Η μάνα εν μαννα"
|
Η μητερα ειναι σαν δώρο απο τον Θεό
|
"Η καθαριότητα εν μισή αρκογκιά"
|
|
"'Ηβρες φαί, φάε, ήβρες ξύλο, φύε"
|
|
" Η απάντηση του πελλού εν η σιωπή"
|
|
"Η Γλώσσα κόκκαλα δεν έσσιη τζιέ κόκκαλα τσακκίζει"
|
|
"Η νύφη αντα να γενηθεί της πεθεράς ημιάζει"
|
|
"H αντροπή εν πουκα' στο πάπλωμα"
|
|
"Η αρκή εν το ήμισυ του παντός"
|
|
"Θέλει την πίττα σωστή τζαι τον σιύλλον χορτάτον"
|
|
"Θώρε την κρυάδα τζιαι μύραζε το πάπλωμαν"
|
|
"Καλός καλός ο σιοίρος μας, μα εφκέιν χαλαζιάρης"
|
|
"Κάτσε την μμάππα χαμαί."
|
"Άφησε την μπάλα κάτω." (Δηλ. Μην κάνεις τον έξυπνο)
|
"Καμήλα κλάννει στο Πεντάκωμον"
|
|
"Καμηλάρη καλημέρα, καμηλάρη καλημέρα"
|
|
"Κάλλιον πέντε τζιαι στο σιέρην παρά δέκα τζιαι καρτέριν"
|
|
"Κάμε το καλό τζιαι ρίψετο στο γυαλό"
|
|
"Κάμνεις τον ψύλλον κάμηλον"
|
|
"Κατά που σου κάμνουν κάμνε τζιαι κατζία μεν κρατάς"
|
|
Λείπει ο Μάρτης που τη Σαρακοστή;
|
|
Λαμνε να δεις που βρεσσει
|
|
"Μάρτης Γδάρτης τζαι Παλλουκοκάφτης"
|
Δηλαδή κατά το Μάρτη έχουμε κρύο που γδέρνει και ζέστη που καίει τα παλλούκια. Τα δύο άκρα.
|
*Τον Μάρτη ξύλα φύλαε μεν κάψεις τα παλλούτζια
|
Δηλαδή κατά το Μάρτη έχουμε κρύο που γδέρνει και ζέστη που καίει τα παλλούκια. Τα δύο άκρα.
|
"Μάθε τέχνη τζαι κρέμαστιν εις το παλούτζι"
|
|
"Μεγάλον βούκκον φάε, μεγάλον λόον μεν πεις"
|
Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις
|
"Με τον συγγενή σου φάε πιε τζιαι αλίσβερίσιι μεν κάμεις"
|
|
Με τους συγγενείς σου να τρως και να πίνεις αλλά ποτέ μ' αυτούς εμπορικές πράξεις να μην κάνεις.
|
|
Με ξένον κώλο κλάννω τζι εγιώ…
|
|
Δηλαδή, με ξένα μέσα, με ξένες πλάτες, καυχιέμαι, κάνω του κεφαλιού μου…
|
|
"Με συγγενή σου φάε πιε, τζι’αλίσβερίσια μεν κάμεις"
|
|
"Μια παδκιά του γέρου αξίζει σίλιες του παιδκιού"
|
|
"Να σου δώσει η μούλα η γεραφώνα"
|
"Να πάρεις από το μουλάρι που εγκυμονεί (Δηλαδή δεν θα πάρεις, αφού ως γνωστό το μουλάρι, που είναι διασταύρωση γαιδάρου καί αλόγου δεν μπορεί να αναπαράγει"
|
Να ππέσει τάφκον που τον κώλον της εν θα σπάσει.
|
Αν πέσει τ΄ αβγό απ΄ τον κώλο της δεν θα σπάσει. Λέγεται για τις πολύ κοντές γυναίκες.
|
"Να ποταβρίζεσαι ώσπου φτάνει το σιέριν σου"
|
|
Ξεροκέφαλος κεφάλα λαλεί ο πόντιος
|
|
Ξένος πόνος ούλλον γέλιον
|
|
"Ο Θεός αγαπά τον κλέφτη αλλά αγαπά τζιαι τον νοικοτζύρη."
|
|
"Ο κάττος τζι αν εγέρασεν τα νύσια που 'σιεν έσιει."
|
"Ο γάτος, έστω κι αν έχει γεράσει, έχει τα ίδια νύχια όπως πριν."
|
Ο γάρος ο οκνιάρης εν τζαι βαρυγομαρκάρης."
|
"Ο γάιδαρος ο τεμπέλης πάντοτε βαρυφορτώνεται."
|
Όποιος θέλει τα πολλά, χάνει τζαι τα λία"
|
|
"Όπου λαλούν πολλοί πετεινοί, αρκεί να ξημερώσει"
|
|
"Όπου φτωχός τζ' η μοίρα του"
|
|
Ότι αθυμάσε, χέρεσε"
|
|
"Ο νούρος του σιύλλου εν ισσιώννει"
|
|
"Ούλοι λέσιν τζαι πολέσιν, τζι ο πελλός τζι που πονεί"
|
|
Ο άδρωπος ο γυναξιής τρώει πάντα της κκελλές του"
|
|
"Ο κωλος ο τιτσιρος ειδεν το βρατζιν τζ’ εσιεστιν"
|
|
"Όμορφον μωρό στη σούσαν άνοστον στη γειτονιάν"
|
|
"Ο ξένος τζι' ο στραβός εν έναν"
|
|
Ο κάττος τζι' ο καλόηρος το ψάριν αγαπούν το"
|
|
"Όπως έστρωσες να τζοιμηθείς"
|
|
"Ο πελλός θέλλει τον αντίπελλο του"
|
|
"Όποιος φκιάζεται σκοντάφκει"
|
|
"Όποιος φατσίσει στο ανώβλιν θωρεί τζαι το κατώβλιν"
|
|
ο κλέφτης τζιαι ο ψέφτης τον πρώτο γρόνο σιαίρουνται"
|
|
"Ο ψηλός τρώει τα σύκα"
|
|
"Παπάς μου λειτουρκε δκυό εκκλησιές, της μιας γελά της"
|
|
Ένας παπάς δυό εκκλησιές, τη μια την αφήνει αλειτούργητη
|
Λέγεται ότι κάποιος κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα και σίγουρα αφήνει κάτι πίσω]
|
"Παίζει τον πελλόν για να φκει σκάρτος"
|
|
"Παρα να συντηχάνεις καλύττερα να κλάνεις"
|
|
"Παφίτην αναγιώνεις, χρυσάφιν νεκατώνεις"
|
Όταν μεγαλώνεις ή γνωρίσεις Παφίτη (άνθρωπο με καταγωγή την περιοχή Πάφου της Κύπρου), είναι τόσο καλός ανθρωπος - πολύτιμος όπως το χρυσάφι.
|
"Παφίτην αναγιώνεις , σκατζόσσυρον μερώνεις"
|
Μην προσπαθείς να εκπαιδεύσεις Παφίτη (άνθρωπο καταγόμενο από την περιοχή Πάφου της Κύπρου), είναι ανώφελο και ακατόρθωτο όπως να εκπαιδεύεις σκάντζόχοιρο.
|
Πέζε του γάρου λύρα να χορεύκει βύρα βύρα."
|
|
"Πέρα βρέχχει, στην Καραμανιά χχιονίζει"
|
όταν κάποιος δεν καταλαμβένει τι του λέμε
|
"Πέψε τον πελλόν τζαι λάμνε ταπισόν του"
|
"μην έχεις εμπιστοσύνη σε ένα τρελό"
|
"Πρέπει να το 'σιει η κούτρα σου να κατεβάζει φτείρες"
|
|
"Που σου νέφκω, που παεις"
|
|
"Πόθεν είσαι θκιέ; Κουτσιά εμαήρεψα"
|
Όταν ρωτάς κάτι κάποιον και παίρνεις άσχετη απάντηση
|
"Πε, πε εν να το πει τζι ο κώλος του"
|
|
Ππέφτουν τα ποξαμάθκια τζει που 'ν έσιει δόντια"
|
|
"Ρίφκε αβκά πας τον τοίχον."
|
"Ρίχνε αυγά απάνω στον τοίχο." δηλαδή είναι ανώφελο*
|
Ρωτώντας πας στην πόλη"
|
|
Σσύλλον πλύννεις, σσύλλον λούσεις, πάλε σσυλιές μυρίζει."
|
"Όσο και να λούζεις ένα σκύλο, πάλι θα μυρίζει σαν σκύλος."
|
Σσύλλος που λάσει εν δακάνει"
|
|
"Σταφύλιν φάε τζι αμπέλιν μεν ρωτάς."
|
"όταν κάποιος σου προσφέρει κάτι να το δέχεσαι χωρίς παραξενιές και διαμαρτυρίες"
|
"Στην ανερκάν φελά τζαι το χαλάζιν"
|
|
"Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα!"
|
|
"Στο σπίτιν του κρεμμασμένου μεν μιλάς για σιοινήν"
|
|
"Στο καλάθιν εν χόρώ στο κοσιήνη περισσεύκω"
|
|
Τα πολλά λόγια εν φτώσεια"
|
|
"Τζείνος που ρέσσει τζαι εν λαλεί με γεια σου με καλώστον στο παναϊρι έπαρτον τζαι όσα σου δώκουν δώστον"
|
|
"Tζαι τζεινον που τον σιαιρετας τζαι εν σου πολοετε στο παναϊρι επαρτον να δεις πως εν πουλιεται"
|
"Tζαι τζεινον που τον σιαιρετας τζαι εν σου πολοετε στο παναϊρι επαρτον να δεις πως εν πουλιεται"
|
"Τζιλούν το αφκό με την μαναβέλα"
|
|
"Το γέλιο της Παρασκευής, το κλάμα του Σαββάτου"
|
|
"Το γινάτι φκάλει αμάτι"
|
|
"Το λαμπρόν τζει που πέφτει κρούζει."
|
"Η φωτιά καίει εκεί που χτυπά."
|
"Το κρίμα εν πάστο κλίμα"
|
|
"Το σσυλλί σου τζαι το παιδί σου όπως το μάθεις"
|
|
"Τον Μάρτη ξύλα φύλαε, μεν κάψεις τα παλλούτζια"
|
τον Μάρτη κάνει κρύο και φρόντισε να φυλάξεις ξύλα, αλλιώς θα χρειαστεί να κάψεις τα παλούκια για να ζεσταθείς
|
"Τον αράπη τζαι αν τον πλύννεις το σαπούνι σου χαλάς"
|
|
"Του πελλού η απάντηση εν η σιωπή
|
|
"Τον ποντικόν η τρύπα εν τον εφόρεν τζαι 'τραβαν τριζοκολόκα"
|
|
"Τζινούρκον είσαι κόσιηνο τζιαί που να σε κρεμάσω"
|
|
Τα γεριμα τα κατσαρα να μεν εκορακουσαν, τα λογια τα παραξενα να μεν μου τα λαλουσαν "
|
|