Ασταύρωτη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
μ
Greeklish variables name replaced
μ (Greeklish variables name replaced)
μ (Greeklish variables name replaced)
 
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Ασταύρωτη (η)
   |acronym= Ασταύρωτη (η)
   |etymology_gr=
   |etymology=
   |semantics_gr= λεχώνα που δεν «σταυρώθηκε» τρεις μέρες μετά τον τοκετό όπως συνήθιζαν (δες «σταύρωμα»). Και γυναίκα  που δεν είδε ακόμα περίοδο.  
   |semantics= λεχώνα που δεν «σταυρώθηκε» τρεις μέρες μετά τον τοκετό όπως συνήθιζαν (δες «σταύρωμα»). Και γυναίκα  που δεν είδε ακόμα περίοδο.  
   |priority_gr=
   |origin=
}}
}}


3.467

επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης